- λακατάρατος
- λᾱκατάρᾱτος [ᾰρ], ον,A = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακατάρατος — λακατάρατος, ον (Α) πάρα πολύ μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λα * + κατάρατος] … Dictionary of Greek
λακατάρατοι — λακατάρατος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)